ακατάσκευος

ακατάσκευος
-η, -ο (Α ἀκατάσκευος, -ον) [κατασκευή]
ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός
μσν.
άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος
αρχ.
1. απλός, αστόλιστος, γυμνός
«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)
«ἡ ἑκάστου ψυχή... λιτή τις καὶ ἀκατάσκευος ἐπιχωριάζει τοῑς κάτω» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)
2. σαθρός, αστήριχτος (για επιχείρημα που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)
«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)
4. πρωτόγονος, απολίτιστος
«ἀκατάσκευος βίος» (Διόδ. 5.39)
5. ακατάστατος, χωρίς τάξη (Αισχίν. 3.163).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάσκευος — lacking equipment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκεύως — ἀκατάσκευος lacking equipment adverbial ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάσκευον — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc sg ἀκατάσκευος lacking equipment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκεύου — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκεύους — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκεύων — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκεύῳ — ἀκατάσκευος lacking equipment masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάσκευα — ἀκατάσκευος lacking equipment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατασκεύαστος — η, ο (Α ἀκατασκεύαστος, ον) [κατασκευάζω] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος αρχ. 1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία «ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6) 2. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀκατασκευοτέρα — ἀκατασκευοτέρᾱ , ἀκατάσκευος lacking equipment fem nom/voc/acc comp dual ἀκατασκευοτέρᾱ , ἀκατάσκευος lacking equipment fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”